- ἀπάρθενος
- ἀπάρθενος, ον,A no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον 'virgin wife and widowed maid', E.Hec.612.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απάρθενος — (I) ἀπάρθενος, ον (Α) αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα. (II) η, ο 1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι») 2. αδούλευτος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τού τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α (προθετ.) + παρθένος β) <… … Dictionary of Greek
απάρθενος — η, ο παρθένος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπάρθενον — ἀπάρθενος no more a maid masc/fem acc sg ἀπάρθενος no more a maid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek